- προωστικός
- προ-ωστικός, ή, όν,A propellent, expulsive,
δύναμις Gal. Nat.Fac.3.3
, cf. UP4.7. Adv.-κῶς S.E.M.10.83
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Gal. Nat.Fac.3.3
, cf. UP4.7. Adv.-κῶς S.E.M.10.83
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προωστικός — ή, ό / προωστικός, ή, όν, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, προωστήριος 2. φρ. α) «προωστικό όργανο» τεχνολ. ο προωστήρας β) «απόδοση προωστικού οργάνου» (μηχανολ.) ο λόγος τής αναπτυσσόμενης από το… … Dictionary of Greek
προωστικόν — προωστικός propellent masc acc sg προωστικός propellent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικοῖς — προωστικός propellent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικῆς — προωστικός propellent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικῇ — προωστικός propellent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστική — προωστικός propellent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικήν — προωστικός propellent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικῶς — προωστικός propellent adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστήριος — α, ο, Ν αυτός που χρησιμεύει για την πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, ο προωστικός, ο προωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ η) + επίθημα τήριος (πρβλ. κινη τήριος)] … Dictionary of Greek
προωστικάς — προωστικά̱ς , προωστικός propellent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)